- Αδιβούδας
- Λέξη σανσκριτική που σημαίνει τον πρώτο, τον αρχικό Βούδα. Όταν οι Βούδες (οι εξατομικεύσεις της θεότητας) είχαν υπέρμετρα πολλαπλασιαστεί, δημιουργήθηκε η ανάγκη, προκειμένου να ενισχυθεί το κύρος της θρησκείας, να αναχθούν οι ατομικοί Βούδες σε έναν πρώτο Βούδα, αρχέγονο και παγκόσμιο. Ο Α. λατρεύεται στο Νεπάλ, στο Μπουτάν και στο Θιβέτ.
Απεικόνιση του Αδιβούδα στο Νεπάλ, όπου γεννήθηκε τον 6ο αι. π.Χ. ο Βούδας (Μουσείο Κατμαντού).
Dictionary of Greek. 2013.